- λευχειμονοῦσα
- λευχειμονέωto be clad in whitepres part act fem nom/voc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λευχειμονούσας — λευχειμονούσᾱς , λευχειμονέω to be clad in white pres part act fem acc pl (attic epic doric) λευχειμονούσᾱς , λευχειμονέω to be clad in white pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παπαβασιλόπουλος, Αναστάσιος — Λόγιος και κληρικός από τα Γιάννενα, που έζησε στα τέλη του 17ου και στις αρχές του 18ου αι. Σπούδασε φιλοσοφία και φιλολογία στην Ιταλία και, όταν γύρισε στην Ελλάδα, διορίστηκε αρχικά ιεροκήρυκας στην Κωνσταντινούπολη, μετά οικονόμος στα… … Dictionary of Greek